Α.Π. 54/1997 [Μίσθωση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας ηλεκτρολόγου.]
Αριθμ. Απόφ. 54/1997 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
[Η απόφαση δημοσιεύθηκε στα νομικά περιοδικά: Δ/ΝΗ/1997 (1562), ΔΕΝ/1999 (857), ΕΕΝ/1998 (403), ΕΕΡΓΔ/1999 (13), ΕΠΙΘ.ΙΚΑ/1998 (198), καθώς και στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜ. ΠΛΗΡΟΦ. ΝΟΜΟΣ 54/1997 ΑΠ (187384).]
ΠΕΡΙΛΗΨΗ: Μίσθωση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η καταγγελία της σύμβασης πρέπει να γίνει εγγράφως και να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση, άλλως αυτή είναι άκυρη και ο εργαζόμενος μπορεί είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να ζητήσει μισθούς υπερημερίας, είτε να παραιτηθεί ρητά ή σιωπηρά του δικαιώματος αυτού και, θεωρώντας έγκυρη την καταγγελία, να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Καταγγελία της σύμβασης εργασίας ηλεκτρολόγου. Περιστατικά. Δεκτή η αναίρεση για πλημμελή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Αναιρεί την 458/94 Εφ. Κρήτης.
Αριθμός 54/1997
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β΄ Πολ. Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Καβαλλιέρο, Αντιπρόεδρο, Ευάγγελο Κρουσταλάκη, Ευάγγελο Περλίγκα, Ιωάννη Τέτοκα και Αναστάσιο Καραγεώργη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Οκτωβρίου 1996, με την παρουσία και της Γραμματέως Βασιλικής Σαμίου, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων : ....... ............. .............. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Καλλιόπη Εληώτου-Γκούρα.
Του αναιρεσιβλήτου: ... κατοίκου ...., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γεώργιο Τριανταφύλλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19 Νοεμβρίου 1992 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ηρακλείου.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 98/1993 του ίδιου Δικαστηρίου και 458/1994 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18 Οκτωβρίου 1994 αίτησή τους, καθώς και με τους από 27 Φεβρουαρίου 1996 προσθέτους λόγους τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αναστάσιος Καραγεώργης ανέγνωσε την από 14 Μαρτίου 1996 έκθεση του κωλυομένου τότε Αρεοπαγίτου και ήδη Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βελλή, με την οποία εισηγήθηκε την μερική αναίρεση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η πληρεξούσια των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως και ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 656 ΑΚ, 1 και 3 νόμου 2112/1920, όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 4558/1930 και 5 νόμου 3198/1955, προκύπτει ότι η καταγγελία της συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου πρέπει να γίνει με ποινή ακυρότητας εγγράφως και να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Η μη τήρηση των ως άνω προϋποθέσεων συνεπάγεται σχετική ακυρότητα της καταγγελίας υπέρ του εργαζομένου, ο οποίος έχει την ευχέρεια είτε να θεωρήσει άκυρη την καταγγελία και να αξιώσει την καταβολή των αποδοχών του, προσφέροντας κανονικώς τις υπηρεσίες του, είτε να παραιτηθεί ρητώς ή σιωπηρώς του δικαιώματος προσβολής του κύρους της και θεωρώντας αυτήν έγκυρη να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Ο αναιρεσίβλητος, αδειούχος ηλεκτρολόγος, και κάτοχος της Η.608/18.10.1989 άδειας εκτελέσεως εσωτερικών ηλεκτρικών εγκαταστάσεων Α` ειδικότητας, πρώτης κατηγορίας, προσελήφθη την 1/4/1991 από την πρώτη εκ των αναιρεσιβλήτων ομόρρυθμη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργασθεί επί πέντε ημέρες την εβδομάδα σε διάφορες ηλεκτρολογικές εργασίες τις οποίες η τελευταία είχε αναλάβει να εκτελέσει στις περιοχές Χερσονήσου και Αγίας Πελαγίας (Κρήτης). Εκτοτε εργάστηκε έως τις 30.8.1992, οπότε η ως άνω αναιρεσείουσα κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας χωρίς να επιδώσει σε αυτόν σχετικό έγγραφο και να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση. Στις 18.9.1992 ο αναιρεσίβλητος προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας Ν. Ηρακλείου "προς συμβιβαστική λύση της διαφοράς για καταβολή αποζημιώσεως", εκεί δε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριας εταιρίας (πρώτης αναιρεσείουσας) παραδέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η σύμβαση εργασίας καταγγέλθηκε χωρίς τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων, διότι δεν υπήρχε αντικείμενο εργασίας και υποσχέθηκε να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση σε δόσεις. Εν συνεχεία δέχθηκε το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση όχι μόνο του υπ` αριθ. 257/25.9.1992 δελτίου εργατικής διαφοράς (του οικείου επιθεωρητή εργασίας), αλλά και των λοιπών αποδεικτικών μέσων που μνημονεύονται στην απόφαση, ότι ο αναιρεσίβλητος δεν παραιτήθηκε σιωπηρά από το δικαίωμα να προσβάλει το κύρος της καταγγελίας της εργασιακής του συμβάσεως και ότι ειδικότερα η κατά τα ανωτέρω προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας δεν σημαίνει ότι αντί της αξιώσεως μισθών υπερημερίας επέλεξε το δικαίωμα να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση λόγω (έγκυρης) καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως από την εργοδότρια. Βάσει των παραδοχών αυτών έκρινε το Εφετείο ότι ένεκα της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας, λόγω μη τηρήσεως των όρων του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, ο αναιρεσίβλητος εδικαιούτο να απαιτήσει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1.9.1992 έως 28.2.1993. Μολονότι όμως το ζήτημα της παραιτήσεώς του ή μη από του δικαιώματος να επικαλεσθεί την υπέρ αυτού ταχθείσα (σχετική) ακυρότητα της απολύσεως λόγω μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου ή μη καταβολής της οικείας αποζημιώσεως ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού από αυτό εξαρτάται το αγωγικό αίτημα για την επιδίκαση μισθών υπερημερίας, δεδομένου ότι σε περίπτωση τέτοιας παραιτήσεως, που μπορεί να γίνει και σιωπηρά, ο αναιρεσίβλητος αποδεχόμενος το έγκυρο της απολύσεως, εδικαιούτο να αξιώσει μόνο την αποζημίωση του ν. 2112/1920 (Ολ. ΑΠ 566/68), η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει κατά τούτο ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον έλεγχο της ορθής εφαρμογής του νόμου. Και τούτο διότι δέχθηκε μεν ότι από την εκτίμηση των αποδείξεων δεν προέκυπτε παραίτηση του αναιρεσιβλήτου από του δικαιώματος να προσβάλει το κύρος της απολύσεώς του, που έγινε χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 (έγγραφος τύπος και καταβολή αποζημιώσεως), συγχρόνως όμως δέχθηκε ότι ο ανωτέρω διάδικος προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας επιδιώκοντας την εξώδικη διευθέτηση της διαφοράς του με την εργοδότρια "για καταβολή αποζημιώσεως" και ότι ο εκπρόσωπος της τελευταίας, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία, "υποσχέθηκε να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση σε δόσεις". Έτσι το κρίσιμο ζήτημα, αν εκδηλώθηκε ή δεν εκδηλώθηκε βούληση του αναιρεσιβλήτου να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία της συμβάσεώς του, παρέμεινε αδιευκρίνιστο και ασαφές. Επομένως ως προς το κεφάλαιο των μισθών υπερημερίας και το εξαρτώμενο απόλυτο κεφάλαιο του δώρου εορτών η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., κατά παραδοχή των σχετικών πρώτου και δεύτερου λόγων αναιρέσεως του δικογράφου των πρόσθετων, καθισταμένης μετά ταύτα μάταιης ως αλυσιτελούς της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως που πλήσσουν τα αυτά κεφάλαια.
ΙΙ. Ο αναιρεσίβλητος ως ηττώμενος πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή της διαστικής δαπάνης των αναιρεσειόντων (αρθρ. 176, 183 του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθ. 458/1994 απόφαση του Εφετείου Κρήτης.
Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των αναιρεσειόντων εκ δραχμών διακοσίων εξήντα χιλιάδων (260.000).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 1996.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο, στις 21 Ιανουαρίου 1997.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ